Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μοι συγχώρησιν

  • 1 Consent

    v. intrans.
    P. and V. συγχωρεῖν, συναινεῖν (Plat.), συμφέρεσθαι, P. ὁμολογεῖν, ἐπαινεῖν, συνεπαινεῖν, V. νεύειν, συννεύειν, Ar. and V. ὁμορροθεῖν.
    Consent to P. and V. καταινεῖν (acc. or dat.), συναινεῖν (acc.) (Xen.), ἐπινεύειν (acc.), συγχωρεῖν (dat.), V. αἰνεῖν (acc.), ἐπαινεῖν (acc.).
    Accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι.
    Consent to (with infin.); P. and V. βούλεσθαι, ἀξιοῦν, Ar. and V. συνθέλειν, V. τολμᾶν; see Deign.
    ——————
    subs.
    Agreement: P. ὁμολογία, ἡ.
    Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.
    Get the consent of: P. and V. πείθειν (acc.).
    It is not with my consent: P. οὐ βουλομένῳ μοί ἐστι.
    I will construe your silence into consent: P. τὴν σιγήν σου συγχώρησιν θήσω (Plat., Crat. 435B).
    His silence gives consent: V. φασὶν σιωπῶν (Eur., Or. 1592).
    With one consent: Ar. ἐξ ἑνὸς λόγου (Plut., 760); see Unanimously, Together.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consent

См. также в других словарях:

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»